
Ίσως και να το έραψες εσύ αυτό το ρούχο.
Με το χέρι, με προσήλωση με τις καλύτερες προθέσεις. Τότε που οι προτεραιότητες σου ήταν άλλες. Πιο ήσυχες. Πιο βολικές. Ένα φόρεμα από “πρέπει”, στριφωμένο με “μη”, φοδραρισμένο με ανάγκη για ασφάλεια, αναγνώριση, ηρεμία. Κάθισε καλά πάνω σου – τότε. Σε ζέστανε, σε έκρυψε, σε έντυσε με κανονικότητα. Δεν ήταν φυλακή, -ήταν επιλογή.
Δική σου.
Ίσως πάλι να μην ήταν εντελώς δικό σου.
Ίσως κάποιοι να φρόντισαν να σου το φορέσουν έγκαιρα. Να σου το ράψουν στα μέτρα τους, όχι στα δικά σου. Με καλές προθέσεις – πάντα. Μη σε δυσκολέψει η ζωή.
Μη φανείς “περίεργη”. Μη ξεβολευτούν κι αυτοί.
Ήσουν ωραία έτσι.
Ήσυχη.
Προβλέψιμη.
Οικεία. Και για χρόνια, ούτε που αναρωτήθηκε. Το φορούσες καθημερινά. Το κούμπωνες κάθε πρωί, το ξέπλενες κάθε βράδυ από την κούραση και τη σκόνη. Το προστάτευσες από ζάρες – λες και το να το ξεχειλώσεις λίγο, να αλλάξεις το σχήμα, ήταν έγκλημα.
Κι άρχισες να το ξηλώνεις. Όχι με φασαρία. Με εκείνο τον αθόρυβο αποφασιστικό τρόπο που ξέρει μόνο μια γυναίκα που βαρέθηκε να είναι ίδια. Κόμπο τον κόμπο, αρχίζεις να ανοίγεις χώρο για το σώμα σου, την ανάσα σου, τις λέξεις που ποτέ δεν ειπώθηκαν.
Και τότε συμβαίνει το αναμενόμενο: σε κοιτούν όλοι. Όχι όλοι με κατανόηση. Κάποιοι με απορία. Άλλοι με δυσφορία. Και κάποιοι,– οι πιο ταραγμένοι- με τρόμο. Γιατί η αλλαγή σου δεν είναι μόνο δική σου υπόθεση. Εσύ νομίζεις, πως απλώς άνοιξες το γιακά σου, αλλά γι'αυτούς είναι σαν να ανατίναξες τη σάλα τους.
“Μα τι έπαθες;”
“Εσύ δεν ήσουν έτσι...”
“Έχεις αλλάξει”. Ναι έχεις αλλάξει. Και είναι ώρα να πάψεις να απολογείσαι γι'αυτό.
Γιατί κάθε φορά που κάνεις ένα βήμα πιο κοντά στον αληθινό εαυτό σου, κάποιος που σε είχε συνηθίσει βολικά, σε κοιτάει σαν να του τραβάς το χαλί. Κάποιος που επένδυσε στην ακινησία σου, νιώθει να χάνει έδαφος.
Για κάποιους ήσουν το άλλοθι τους: “ Αφού κι εκείνη έτσι είναι , άρα, όλα καλά”.
Τώρα που δεν είσαι πια έτσι, πρέπει να σκεφτούν. Και δεν θέλουν.
Η σιωπηλή σου επανάσταση γίνεται θόρυβος στα αυτιά τους. Δεν τους πειράζει η χαρά σου – τους ενοχλεί η ελευθερία σου. Γιατί είναι μεταδοτική. Κι εσύ τη φοράς τώρα περήφανα, σαν ρούχο που έραψες από την αρχή, πάνω στο δικό σου σώμα. Με μπόλικο ύφασμα, για να αναπνέεις, να κινείσαι, να ζεις.
Κάποιοι θα μείνουν πίσω. Δεν θα αντέξουν να βλέπουν το νέο σου σχέδιο. Θα προτιμήσουν το παλιό πατρόν. Δεν πειράζει. Είναι δική τους υποθεση να μείνουν στάσιμοι, όχι δική σου να σταθείς δίπλα τους.
Κι όταν σε ξαναρωτήσουν με εκείνο το μισό βλέμμα, μισό χαμόγελο -
“Μα γιατί το κάνεις αυτό;” - εσύ θα ξέρεις :
Το κάνω γιατί θέλω. Το κάνω γιατί μπορώ. Το κάνω γιατί άργησα. Το κάνω τώρα γιατί για πρώτη φορά, νιώθω ότι το ρούχο μου είμαι εγώ.